οχλαγωγία

οχλαγωγία
[охлагогиа] ουσ. Θ. сборище народа, толпа,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οχλαγωγία" в других словарях:

  • οχλαγωγία — η (Α ὀχλαγωγία) [οχλαγωγός] θορυβώδης συνάθροιση πλήθους νεοελλ. 1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών 2. (κατ επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγία — η 1. συγκέντρωση λαού με πολύ θόρυβο. 2. ταραχή, θόρυβος από φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀχλαγώγια — ὀχλαγώγιον assemblage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλαγωγίας — ὀχλαγωγίᾱς , ὀχλαγωγία fooling of the mob fem acc pl ὀχλαγωγίᾱς , ὀχλαγωγία fooling of the mob fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλαγωγίαν — ὀχλαγωγίᾱν , ὀχλαγωγία fooling of the mob fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλαγωγικός — ή, ὁ (Α ὀχλαγωγικός, ή, όν) [οχλαγωγός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης 2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία 3. δημαγωγικός, στασιαστικός αρχ. 1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • PORTA — I. PORTA in Oriente, Aulam denotat cuiuscumque Principis: Sica Georgianorum Rogina, ad Portam suam, in vitatum se refert P. de Valle, Itiner. tom. 3. Κατ᾿ ἐξοχὴν Portam Ottom annicam seu Turcarum Imperatoris aulam siguificat. Imo et Limen portae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • άθροος — ἄθροος, ον (Α) αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θρόος ή θροῦς (= οχλαγωγία, συγκεχυμένος θόρυβος)] …   Dictionary of Greek

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βουρβουτσουλιό — το οχλοβοή, οχλαγωγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»